- θαλασσόχρωμος
- -η, -ο και θαλασσόχρους, -ουναυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, γαλαζοπράσινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο-* + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό-χρωμος, πολύ-χρωμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
θαλασσόχρους — ουν (Μ θαλασσόχρους, ουν και οος, οον) ο θαλασσόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + χροος (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά χρους, μελάγ χρους. Ο μσν. τ. θαλασσόχροος μαρτυρείται ασυναίρετος] … Dictionary of Greek
θαλασσόχρως — θαλασσόχρως, ωτος, ὁ, ή (Μ) θαλασσόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + χρως «χρώμα] … Dictionary of Greek